младенческий - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

младенческий - translation to πορτογαλικά


младенческий      
pueril, infantil, de criança; {перен.} (ребяческий) de criança, infantil ; (наивный) ingénuo
de criança      
детский, младенческий
de criança      
детский, младенческий

Ορισμός

младенческий
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: младенец, связанный с ним.
2) а) Свойственный младенцу (1), характерный для него.
б) перен. Находящийся в зачаточной, начальной стадии развития.
3) Принадлежащий младенцу.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για младенческий
1. Возраст для симфонического коллектива младенческий.
2. Можно сказать, младенческий - ему всего лишь год.
3. - Для большой классической труппы - возраст младенческий.
4. Несмотря на младенческий возраст (создана 13 января 2004 г.
5. - Но, если судить объективно, для НБА 1' лет - младенческий возраст.